ναυτοκράτωρ

ναυτοκράτωρ
ναυτο-κράτωρ [pron. full] [ᾰ], ορος,
A = ναυκράτωρ, BCH46.331 ([place name] Teos), v.l. in Th.5.97,109.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναυτοκράτωρ — ναυτοκράτωρ, ὁ (Α) ναυκράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κράτωρ (< κρατώ)] …   Dictionary of Greek

  • ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”